- πολυθεσίτης
- ο1) тот, кто занимает много должностей; 2) совместитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυθεσίτης — ο, θηλ. πολυθεσίτισσα, Ν ο κάτοχος πολλών θέσεων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυθεσία + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek